ἀπογίνομαι

ἀπογίνομαι
ἀπογίνομαι 2 aor. ἀπεγενόμην (in our lit. opp. ζῆν) die (Hdt., Thu. [cp. 1, 39, 3 τῶν ἁμαρτημάτων ἀπογενόμενοι, in the sense ‘have no part in’], Teles 59, 11f; Dionys. Hal. 4, 15; SIG 1099, 15; SIG2 850, 12; pap, e.g. PMagd 29, 3; PRyl 65, 9; PGrenf II, 69, 10; PLips 29, 9; 10; 13; also s. Preis.; PGM 4, 719; cp. Jos., Ant. 5, 1) 1 Pt 2:24; Ox 1081, 12; 16 (=SJCh 89, 14) [οὐκ ἀπο]γείν[εται].—New Docs 3, 62. DELG s.v. γίγνομαι. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απογίνομαι — (απογίνομαι), απόγινα και απέγινα βλ. πίν. 121 Σημειώσεις: (απογίνομαι) : εύχρηστος ο αόριστος απέγινα και απόγινα με τις έννοιες → καταλήγω, φτάνω σε κάποια κατάσταση ή χειροτερεύω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απογίνομαι — (AM ἀπογίνομαι κ. γίγνομαι) μσν. νεοελλ. 1. (για γεγονός) εξαλείφομαι, παρέρχομαι 2. (για γεγονός ή πράγμα) παίρνω έκβαση, καταλήγω 3. (για πρόσωπο) καταντώ 4. απρόσ. συμβαίνει νεοελλ. 1. φθείρομαι, καταστρέφομαι 2. χειροτερεύω αρχ. 1. βρίσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • απογίνομαι — όγινα, ογινωμένος 1. γίνομαι, καταντώ, βρίσκομαι σε κάποιο σημείο: Τι απόγινε εκείνη η υπόθεσή σου στο υπουργείο; 2. χειροτερεύω, ξεπερνώ τα όρια: Τις τελευταίες μέρες ο άρρωστος απόγινε. 3. αποπερατώνομαι: Έγινε κι απόγινε η αναδάσωση στο χωριό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπογίνομαι — ἀπογίγνομαι to be away from pres ind mp 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • избываю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  глаг. (греч. ῥύομαι) избавляюсь, спасаюсь; (ἀπογίνομαι) …   Словарь церковнославянского языка

  • απογίγνομαι — βλ. απογίνομαι …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՑԱԼԻՆԻՄ — (բաց եղեալ.) NBH 1 470 Chronological Sequence: 6c, 8c ἅπειμι absum, ἁπογίνομαι recedo Ի բացեայ լինել, ʼի բաց գնալ, հեռանալ. չգտանիլ ներկայ. *Պատահումն, որ լինի, եւ բացալինի՝ առանց ենթակային ապականութեան. Պորփ.: *Որակութիւն լինի եւ բացալինի առանց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”